σαμάλ

σαμάλ
ο, Ν
(μετεωρ.) θερμός και ξηρός άνεμος που μεταφέρει σημαντικές ποσότητες σκόνης και πνέει από βόρειες ή βορειοδυτικές κατευθύνσεις στο Ιράκ, στο Ιράν και στην Αραβική Χερσόνησο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. shamāl / shimāl].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμμοθύελλα — Φαινόμενο της ερήμου που χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων άμμου και σκόνης σε μεγάλες αποστάσεις και με ταχύτητα μέχρι και 60 70 χλμ. την ώρα. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται στους ιδιαίτερα ισχυρούς ανέμους που φυσούν στο …   Dictionary of Greek

  • Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”