- σαμάλ
- ο, Ν(μετεωρ.) θερμός και ξηρός άνεμος που μεταφέρει σημαντικές ποσότητες σκόνης και πνέει από βόρειες ή βορειοδυτικές κατευθύνσεις στο Ιράκ, στο Ιράν και στην Αραβική Χερσόνησο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. shamāl / shimāl].
Dictionary of Greek. 2013.